- ῥοδόφυλλον
- ῥοδό-φυλλον, τό,A rose-leaf, v.l.in Paul.Aeg.3.66.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥοδοφύλλων — ῥοδόφυλλον rose leaf neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροδόφυλλο — το / ῥοδόφυλλον, ΝΜ το ροδοπέταλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + φύλλον] … Dictionary of Greek